ιχθυοτροφείο

ιχθυοτροφείο
το
ειδικός χώρος όπου αναπαράγονται και εκτρέφονται ψάρια: Ιχθυοτροφείο της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυοτροφείο — το (Α ἰχθυοτροφεῑον) [ιχθυοτρόφος] κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι …   Dictionary of Greek

  • βιβάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. * * * το και γιβάρι και διβάρι (AM βιβάριον) φραγμένος θαλάσσιος χώρος, όπου εκτρέφονται ψάρια, ιχθυοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χελοβίβαρο — καιχελογίβαρο, το, Ν ιχθυοτροφείο χελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλι + βιβάρι / γιβάρι «ιχθυοτροφείο»] …   Dictionary of Greek

  • διβάρι — το (Μ διβάριν και βιβάρι[ον]) ιχθυοτροφείο («το διβάρι τής Πύλου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διβάρι(ν) ή βιβάρι(ον) < λατ. vivarium] …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* …   Dictionary of Greek

  • ζωοπισκιδία — ζωοπισκιδία, ἡ (Μ) δεξαμενή με ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + *πισκίνα (< λατ. piscina «ιχθυοτροφείο, δεξαμενή»), με πιθ. τροπή τού ν σε δ ] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτρόφιον — ἰχθυοτρόφιον, τὸ (Α) [ιχθυοτρόφος] επιγρ. ιχθυοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • ιχθύα — ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) [ιχθύς] 1. το αποξηραμένο δέρμα τού ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων 2. το δέρμα κάθε ψαριού 3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια 4. πάπ. ιχθυοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • κατάβολος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 36 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Παντοκράτορας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. * * * ο (Α κατάβολος)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”